υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ PAGENAME στις ετυομολογίες αντί για το λήμμα σε έντονα γράμματα |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: |
: '''{{PAGENAME}}''' < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
Αναθεώρηση της 05:16, 25 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Ρήμα
υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υφαρπάζω
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υφαρπαζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υφαρπάζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υφαρπαζω».