κόσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
* [[διακοσμώ]], [[διάκοσμος]], [[διακόσμηση]], [[διακοσμητής]]/[[διακομήτρια]] |
* [[διακοσμώ]], [[διάκοσμος]], [[διακόσμηση]], [[διακοσμητής]]/[[διακομήτρια]] |
||
* [[κοσμογονία]], [[κοσμογονικός]] |
* [[κοσμογονία]], [[κοσμογονικός]] |
||
* [[ |
* [[κοσμολογία]], [[κοσμογραφία]] |
||
* [[κοσμοείδωλο]], |
* [[κοσμοείδωλο]], |
||
* [[κοσμοθεωρία]] + [[κοσμοαντίληψη]] <γερμ.Weltanschauung |
* [[κοσμοθεωρία]] + [[κοσμοαντίληψη]] <γερμ.Weltanschauung |
||
Γραμμή 55: | Γραμμή 55: | ||
* [[κοσμογυρισμένος]] |
* [[κοσμογυρισμένος]] |
||
* [[κοσμοσωτήριος]] |
* [[κοσμοσωτήριος]] |
||
* [[κοσμοξάκουστος]] |
|||
* [[κοσμοβριθής]] |
|||
* [[κοσμικός]], [[κοσμικότητα]] |
* [[κοσμικός]], [[κοσμικότητα]] |
||
Αναθεώρηση της 03:45, 4 Μαΐου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόσμος < αρχαία ελληνική κόσμος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κόσμος αρσενικό
- το σύμπαν
- ο πλανήτης Γη
- οι άνθρωποι, η κοινωνία
- οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
- οι καλεσμένοι
- τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
- (παρωχημένο) στολίδι
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- από καταβολής κόσμου: από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
- έφαγα τον κόσμο: έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
- ζει σε άλλον κόσμο: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
- ζει στον κόσμο του: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
- χαλάει ο κόσμος, καίγεται ο κόσμος: γίνεται μεγάλη φασαρία, γίνονται επεισόδια
Παροιμίες
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ ο κόσμος αναστατώνεται, αυτός ασχολείται με ασήμαντες λεπτομέρειες
- ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: λέγεται για κάτι που είναι πασίγνωστο ενώ κάποιος νομίζει ότι μόνο αυτός το ξέρει
Σημειώσεις
- Μια παροιμία μπορεί να έχει διάφορες έννοιες. Οι παραπάνω εξηγήσεις δεν μπορούν να αντικατοπτρίσουν όλο τον πλούτο που κρύβεται πίσω από τις λίγες λέξεις της.
Συγγενικά
- κοσμάκης
- κοσμήτορας
- υπόκοσμος
- κοσμώ, κόσμημα, κόσμιος/κοσμία, κόσμια (κοσμίως), κοσμιότητα (κοσμιότης)
- διακοσμώ, διάκοσμος, διακόσμηση, διακοσμητής/διακομήτρια
- κοσμογονία, κοσμογονικός
- κοσμολογία, κοσμογραφία
- κοσμοείδωλο,
- κοσμοθεωρία + κοσμοαντίληψη <γερμ.Weltanschauung
- κοσμοκαλόγερος
- κοσμοκρατορία, κοσμοκράτορας
- κοσμοναύτης - κοσμοδρόμιο<ρωσ.
- κοσμοπλημμύρα, κοσμοσυρροή
- κοσμοπολίτης/κοσμοπολίτισσα, κοσμοπολίτικος
- κοσμοχαλασιά
Μεταφράσεις
ο κόσμος
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κοσμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κόσμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κόσμος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κοσμοσ».