ξάδερφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 56: | Γραμμή 56: | ||
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} --> |
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} --> |
||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
||
* {{tr}} : {{τ|tr|kuzen}} |
|||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 10:53, 9 Μαΐου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξάδερφος < εξάδελφος
Ουσιαστικό
ξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό
- ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
- δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξαδερφοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξάδερφοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ξάδερφος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξαδερφοσ».