τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jcwf (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
σχεδόν όλα |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'ώρα'|τρίχ|τριχ}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
[[Αρχείο:MeerschweinchenHaar10.jpg|thumb|250px|τρίχα από ινδικό χοιριδιο]] |
[[Αρχείο:MeerschweinchenHaar10.jpg|thumb|250px|τρίχα από ινδικό χοιριδιο]] |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[θρίξ]], (γενική: ''τριχός'') |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[θρίξ]], (γενική: ''τριχός'') |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 8: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
⚫ | |||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* [[άτριχος]] |
|||
* [[τριχάρα]] |
|||
* [[τρίχας]] |
|||
* [[τριχιά]] |
|||
* [[τρίχινος]] |
|||
* [[τριχίτσα]] |
|||
* [[τριχούλα]] |
|||
* [[τριχοφυΐα]] |
|||
* [[τρίχωμα]] |
|||
* [[τριχωτός]] |
|||
* [[τριχωτό]] |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
* '''κάνω την τρίχα τριχιά''' |
|||
* '''μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)''' |
|||
* '''παρά τρίχα''' |
|||
* '''στην τρίχα''': πάρα πολύ κομψός, στην πένα |
|||
* '''τρίχα-τρίχα''' |
|||
* '''τρίχες (κατσαρές)''': [[μπούρδα|μπούρδες]] |
|||
===={{σημειώσεις}}==== |
|||
* στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το [[μαλλί]] και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το [[χνούδι]] |
|||
⚫ | |||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|hair}} |
* {{en}} : {{τ|en|hair}} |
||
Γραμμή 42: | Γραμμή 67: | ||
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|włos}} |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 05:41, 7 Ιουνίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)
Ουσιαστικό
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
Συγγενικά
Εκφράσεις
- κάνω την τρίχα τριχιά
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)
- παρά τρίχα
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες (κατσαρές): μπούρδες
Σημειώσεις
- στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι
Μεταφράσεις
τρίχα
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τριχα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τρίχα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τριχα».