θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +tr:θησαυρός |
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs}} |
{{ΔΦΑ|θi.sav.ˈɾɔs|γλ=el}} |
||
[[Αρχείο:Treasure_of_Atreus.jpg|thumb|200 px|ο '''θησαυρός''' του Aτρέως]] |
[[Αρχείο:Treasure_of_Atreus.jpg|thumb|200 px|ο '''θησαυρός''' του Aτρέως]] |
||
Αναθεώρηση της 14:45, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
θησαυρός αρσενικό
- σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
- ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
- (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
- έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
- κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
- πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
- εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
- πρόσωπο πολύ αγαπητό
- θησαυρέ μου!
- ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
- αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
- Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
- Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
- Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
- ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας
Εκφράσεις
- άνθρακες ο θησαυρός: η διάψευση των προσδοκιών
- καλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί: έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας
- οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
θησαυρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό
- κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
- ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
- οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
- χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «θησαυροσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'θησαυρόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'θησαυρός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «θησαυροσ».