άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈa.vi.sɔs}}
{{ΔΦΑ|ˈa.vi.sɔs|γλ=el}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 15:09, 15 Σεπτεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άβυσσος αρχαία ελληνικήἄβυσσος < επίθετο ἄβυσσος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
  2. βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
  3. απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'άβυσσος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αβυσσοσ».