μερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ορισμ+συνων+βλεπε |
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|mɛ.ɾiz.ˈmɔs}} |
{{ΔΦΑ|mɛ.ɾiz.ˈmɔs|γλ=el}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 20:17, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μερισμός < αρχαία ελληνική μερισμός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- η διαίρεση, ο χωρισμός μιας ποσότητας σε περισσότερα του ενός μέρη συνήθως με βάση κάποια αναλογία
- θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών
Συνώνυμα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μερισμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μερισμόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'μερισμός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μερισμοσ».