δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 30: | Γραμμή 30: | ||
* {{fr}} : {{τ|fr|battre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|battre}} |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|schlagen}}, {{τ|de|prügeln}} |
* {{de}} : {{τ|de|schlagen}}, {{τ|de|prügeln}}, {{τ|de|verprügeln}} |
||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 22:59, 28 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
δέρνω (μεσοπαθητικό δέρνομαι)
- χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
- βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
- (για ιδιότητα) χαρακτηρίζω
- τι εγωισμός σας δέρνει!
- (μεταφορικά) επικρατώ σε μια αναμέτρηση (π.χ. άθλημα, διαγωνισμό) με μεγάλη διαφορά
- με τα επιχειρήματά του έδειρε τις αντίθετες απόψεις στη συνέλευση
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «δερνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'δέρνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «δερνω».