προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ iwiki +fr:προσβολή |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
[[en:προσβολή]] |
[[en:προσβολή]] |
||
[[fr:προσβολή]] |
Αναθεώρηση της 18:04, 14 Οκτωβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
προσβολή θηλυκό
- επίθεση, π.χ. με στρατιωτικά μέσα
- η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
- βιαιοπραγία ή/και λεκτική επίθεση, βρισιά που αποφέρει ηθική μείωση του προσβληθέντος
- υποτίμηση
- αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προσβολή
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «προσβολη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'προσβολή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «προσβολη».