masturbation: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ iwiki +sv:masturbation |
||
Γραμμή 39: | Γραμμή 39: | ||
[[pt:masturbation]] |
[[pt:masturbation]] |
||
[[ru:masturbation]] |
[[ru:masturbation]] |
||
[[sv:masturbation]] |
|||
[[ta:masturbation]] |
[[ta:masturbation]] |
||
[[vi:masturbation]] |
[[vi:masturbation]] |
Αναθεώρηση της 19:02, 8 Νοεμβρίου 2010
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- masturbation < Πρότυπο:ετυμ la masturbatio < manus, χέρι + stupratio, η πράξη του «βρομίζω»
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
masturbation (en)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- masturbation < Πρότυπο:ετυμ la masturbatio < manus, χέρι + stupratio, η πράξη του «βρομίζω»
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
masturbation | masturbations |
masturbation (fr) θηλυκό
- ο αυνανισμός
- ≈ συνώνυμα: onanisme, (οικείο): branlette, touche-pipi
- (μεταφορικά) πνευματώδης συζήτηση που θεωρείται στείρα