ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ABC (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ABC (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|pɔ. |
{{ΔΦΑ|pɔ.ˈsɔ.ti.ta|γλ=el}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 12:58, 18 Νοεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ποσότητα θηλυκό
- αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
- η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
- η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
- η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ποσοτητα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ποσότητα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ποσοτητα».