βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]]
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]]
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι''
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι''
# [[συγκρατώ]]
#: ''τον '''βαστάγανε''' τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του''
# [[αντέχω]]
# [[αντέχω]]
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''

Αναθεώρηση της 17:47, 28 Νοεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βαστώ

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «βαστω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'βαστώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «βαστω».