κοντός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
εκφρ.,pl
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
:: {{αντων}} [[μακρύς]]
:: {{αντων}} [[μακρύς]]


===={{εκφράσεις}}====
* [[κοντός ψαλμός αλληλούια]]: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
* '''λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου''': λέω ό,τι μου κατέβει
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
{{(}}
Γραμμή 84: Γραμμή 87:
* {{en}} : {{τ|en|small}}, {{τ|en|little}}
* {{en}} : {{τ|en|small}}, {{τ|en|little}}
* {{fr}} : {{τ|fr|petit}}
* {{fr}} : {{τ|fr|petit}}
{{μτφ-μέση}}
* {{de}} : {{τ|de|klein}}
* {{de}} : {{τ|de|klein}}
{{μτφ-μέση}}
* {{it}} : {{τ|it|piccolo}}
* {{it}} : {{τ|it|piccolo}}
* {{pl}} : {{τ|pl|niski}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό ύψος}}
{{μτφ-αρχή|αντικείμενο με μικρό ύψος}}
* {{en}} : {{τ|en|low}}
* {{en}} : {{τ|en|low}}
{{μτφ-μέση}}
* {{fr}} : {{τ|fr|bas}}
* {{fr}} : {{τ|fr|bas}}
{{μτφ-μέση}}
* {{pl}} : {{τ|pl|krótki}}, {{τ|pl|niski}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


Γραμμή 101: Γραμμή 106:
* {{it}} : {{τ|it|corto}}
* {{it}} : {{τ|it|corto}}
* {{es}} : {{τ|es|corto}}
* {{es}} : {{τ|es|corto}}
{{μτφ-μέση}}
* {{hu}} : {{τ|hu|rövid}}
* {{hu}} : {{τ|hu|rövid}}
{{μτφ-μέση}}
* {{pl}} : {{τ|pl|krótki}}
* {{pt}} : {{τ|pt|curto}}
* {{pt}} : {{τ|pt|curto}}
* {{sv}} : {{τ|sv|kort}}
* {{sv}} : {{τ|sv|kort}}

Αναθεώρηση της 21:12, 5 Δεκεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοντός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

Επίθετο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κοντός, -ή, -ό

  • (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
 συνώνυμα: δείτε πιο κάτω
 αντώνυμα: ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
 αντώνυμα: ψηλός
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
 συνώνυμα: βραχύς
 αντώνυμα: μακρύς

Εκφράσεις

  • κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
  • λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει

Συγγενικά

Συνώνυμα

για άνθρωπο ή ζώο

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κοντοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κοντόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κοντός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κοντοσ».