ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAGENAME στις ετυμολογίες (9) |
μ [r2.6.2] Ρομπότ: Προσθήκη: nl:ζωγραφίζω |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
[[en:ζωγραφίζω]] |
[[en:ζωγραφίζω]] |
||
[[nl:ζωγραφίζω]] |
|||
[[pl:ζωγραφίζω]] |
[[pl:ζωγραφίζω]] |
||
[[ro:ζωγραφίζω]] |
[[ro:ζωγραφίζω]] |
Αναθεώρηση της 13:19, 9 Δεκεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζωγραφίζω < ζωγράφος
Ρήμα
ζωγραφίζω
- σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
- είμαι ζωγράφος
- (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ζωγραφιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ζωγραφίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ζωγραφιζω».