ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συγγ,σπασιμο μτφρ |
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 27: | Γραμμή 27: | ||
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ κάποιον}} |
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ κάποιον}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|awake}} |
* {{en}} : {{τ|en|awake}} |
||
* {{az}} : {{τ|az|oyanmaq}} |
|||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} --> |
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} --> |
||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
||
* {{tr}} : {{τ|tr|uyanmak}} |
|||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 20:12, 10 Δεκεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος
Ρήμα
ξυπνώ
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυπνώ κάποιον
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξυπνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξυπνώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξυπνω».