compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +zh:compte
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: pt:compte
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
[[lo:compte]]
[[lo:compte]]
[[no:compte]]
[[no:compte]]
[[pt:compte]]
[[ru:compte]]
[[ru:compte]]
[[tr:compte]]
[[tr:compte]]

Αναθεώρηση της 19:00, 12 Δεκεμβρίου 2010

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

compte (fr), des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité