adam: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-tr-}}== thumb|200px|adamlar ==={{ουσιαστικό|tr|adam}}=== {{τ|tr|{{PAGENAME}}}} # ο άνδρας, άντρας...
 
μ r2.5.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: az, be, de, en, es, fa, fi, fr, hu, hy, io, it, ka, ko, ky, lt, nl, pt, ru, sv, ta, te, tk, tr, tt, uk, vi, zh
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
*[[erkek]]
*[[erkek]]
*[[oğlan]]
*[[oğlan]]

[[az:adam]]
[[be:adam]]
[[de:adam]]
[[en:adam]]
[[es:adam]]
[[fa:adam]]
[[fi:adam]]
[[fr:adam]]
[[hu:adam]]
[[hy:adam]]
[[io:adam]]
[[it:adam]]
[[ka:adam]]
[[ko:adam]]
[[ky:adam]]
[[lt:adam]]
[[nl:adam]]
[[pt:adam]]
[[ru:adam]]
[[sv:adam]]
[[ta:adam]]
[[te:adam]]
[[tk:adam]]
[[tr:adam]]
[[tt:adam]]
[[uk:adam]]
[[vi:adam]]
[[zh:adam]]

Αναθεώρηση της 22:31, 21 Δεκεμβρίου 2010

Τουρκικά (tr)

adamlar

Ουσιαστικό

adam (tr)

  1. ο άνδρας, άντρας; κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το παιδί)
  2. μέλος ομάδας, συνήθως ένοπλης.
  3. αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, συνήθως, αποδίδονται στους άντρες (γενναιοδωρία, αποφασιστικότητα κ.α.)

Κλίση

Δείτε επίσης