inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +pl:inquiéter |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: sv:inquiéter |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
[[pl:inquiéter]] |
[[pl:inquiéter]] |
||
[[ro:inquiéter]] |
[[ro:inquiéter]] |
||
[[sv:inquiéter]] |
|||
[[vi:inquiéter]] |
[[vi:inquiéter]] |
Αναθεώρηση της 14:26, 3 Μαρτίου 2011
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- Πρότυπο:αθλητ απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον