εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
|||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου: |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
''έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου•'' |
|||
''κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•'' |
|||
# 2.(πολιτ.) ''ψήφος -ης(στη Βουλή)''=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση''' |
|||
(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995) |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 21:30, 31 Μαρτίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπιστοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εμπιστοσύνη θηλυκό
- 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου:
έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου• κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•
- 2.(πολιτ.) ψήφος -ης(στη Βουλή)=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση
(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995)
Μεταφράσεις
εμπιστοσύνη
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «εμπιστοσυνη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'εμπιστοσύνη'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «εμπιστοσυνη».