φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +ro:φέρνω |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: ta:φέρνω |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
[[pl:φέρνω]] |
[[pl:φέρνω]] |
||
[[ro:φέρνω]] |
[[ro:φέρνω]] |
||
[[ta:φέρνω]] |
Αναθεώρηση της 07:11, 6 Απριλίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
φέρνω, αόριστος έφερα
- μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
- σας έφερα την εφημερίδα σας
- τι νέα μας έφερες;
- γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
- οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
- τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
- μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
- φέρνει λιγάκι στον πατέρα του
Εκφράσεις
Σύνθετα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φερνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φέρνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φερνω».