πληθυντικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: tr:πληθυντικός |
||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
[[nl:πληθυντικός]] |
[[nl:πληθυντικός]] |
||
[[pt:πληθυντικός]] |
[[pt:πληθυντικός]] |
||
[[tr:πληθυντικός]] |
Αναθεώρηση της 17:25, 7 Μαΐου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληθυντικός < ελληνιστική πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
πληθυντικός αρσενικό
- Πρότυπο:γραμμ οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσάτερα από ένα. Επίσης υπάρχει και ο ενικός αριθμός, όπως υπήρχε και ο δυϊκός.
- που αυξάνεται συνεχώς
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πληθυντικός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πληθυντικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πληθυντικόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'πληθυντικός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πληθυντικοσ».