duty: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: eo:duty
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: sv:duty
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
[[ru:duty]]
[[ru:duty]]
[[simple:duty]]
[[simple:duty]]
[[sv:duty]]
[[ta:duty]]
[[ta:duty]]
[[te:duty]]
[[te:duty]]

Αναθεώρηση της 18:24, 9 Μαΐου 2011

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

duty (en)

  1. καθήκον, ηθικό χρέος
    it's every citizen's duty to vote
  2. υπηρεσία
    Ι can't drink because I am on duty
  3. δασμός σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα

Δείτε επίσης

duty-free