impose: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: tr:impose
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: ja:impose
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
[[hu:impose]]
[[hu:impose]]
[[io:impose]]
[[io:impose]]
[[ja:impose]]
[[kn:impose]]
[[kn:impose]]
[[ku:impose]]
[[ku:impose]]

Αναθεώρηση της 20:03, 12 Μαΐου 2011

Αγγλικά (en)

Ρήμα

impose (en)

  1. επιβάλλω (εφαρμόζω έχοντας την εξουσία)
    the parliament imposed new taxes
  2. επιβάλλω (σε κάποιον μια συμπεριφορά)
  3. (+ upon/on) γίνομαι σε κάποιον βάρος