μάμμη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
[[fr:μάμμη]]
[[fr:μάμμη]]
[[hu:μάμμη]]
[[hu:μάμμη]]
[[lt:μάμμη]]

Αναθεώρηση της 20:43, 31 Μαΐου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάμμη < αρχαία ελληνική μάμμη

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό

  1. παιδική λέξη για τη μητέρα
  2. ο μητρικός μαστός
  3. η γιαγιά, συνώνυμο: προμήτωρ
  4. ηλικιωμένη γυναίκα

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μαμμη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μάμμη'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μαμμη».