πολλαπλασιασμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: sv:πολλαπλασιασμός |
||
Γραμμή 85: | Γραμμή 85: | ||
[[en:πολλαπλασιασμός]] |
[[en:πολλαπλασιασμός]] |
||
[[ko:πολλαπλασιασμός]] |
[[ko:πολλαπλασιασμός]] |
||
[[sv:πολλαπλασιασμός]] |
Αναθεώρηση της 14:26, 22 Ιουνίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολλαπλασιασμός < ελληνιστική πολλαπλασιασμός < πολλαπλασιάζω
Ουσιαστικό
πολλαπλασιασμός αρσενικό
- σημαντική αύξηση μιας ποσότητας
- αναπαραγωγή ζώντων οργανισμών
- πράξη της αριθμητικής που, από δυο παράγοντες, α και β (τον πολλαπλασιαστέο και τον πολλαπλασιαστή), παράγει ένα αποτέλεσμα (το γινόμενο). Αυτό ισούται με το άθροισμα β παραγόντων ίσων με α
- εάν α = 20 και β = 5, τότε 20+20+20+20+20=100, και γράφουμε 20 x 5 = 100
- Σύμβολο: x
Συγγενικά
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς
Δείτε επίσης
- πολλαπλασιασμός στη Βικιπαίδεια
- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
Μεταφράσεις
πολλαπλασιασμός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πολλαπλασιασμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πολλαπλασιασμόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'πολλαπλασιασμός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πολλαπλασιασμοσ».