κάργια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: lt:κάργια, pl:κάργια, ru:κάργια
Γραμμή 92: Γραμμή 92:


{{κλείδα ταξινόμησης|καργια}}
{{κλείδα ταξινόμησης|καργια}}

[[lt:κάργια]]
[[pl:κάργια]]
[[ru:κάργια]]

Αναθεώρηση της 22:30, 22 Ιουνίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάργια < Πρότυπο:ετυμ tr karga

Ουσιαστικό

κάργια και κάργα

  1. πουλί με μαύρο φτέρωμα (Corvus monedula)
  2. (μεταφορικά) αντιπαθητική γυναίκα που έχει κακία μέσα της

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «καργια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κάργια'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «καργια».