équipement: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:équipement
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
[[id:équipement]]
[[id:équipement]]
[[io:équipement]]
[[io:équipement]]
[[pl:équipement]]
[[vi:équipement]]
[[vi:équipement]]

Αναθεώρηση της 00:08, 3 Ιουλίου 2011

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
équipement équipements

équipement (fr) αρσενικό

  1. ο εξοπλισμός