τραπεζίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:τραπεζίτης |
||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
[[fr:τραπεζίτης]] |
[[fr:τραπεζίτης]] |
||
[[li:τραπεζίτης]] |
[[li:τραπεζίτης]] |
||
[[pl:τραπεζίτης]] |
Αναθεώρηση της 11:08, 19 Αυγούστου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραπεζίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τραπεζίτης αρσενικό
- ιδιοκτήτης τράπεζας
- Πρότυπο:ανατ δόντι το πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια
- Συνώνυμα
- γομφίος
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τραπεζιτησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τραπεζίτησ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τραπεζίτης'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τραπεζιτησ».