θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:θησαυρός
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'ουρανός'|θησαυρ}}
{{el-κλίσ-'ουρανός'|θησαυρ}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|θησαυρός]]'''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|θησαυρός]]''' < [[τίθημι]] + -αυρος (κατά το κένταυρος)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
* [[θησαυρίζω]]
* [[θησαυρίζω]]
* [[θησαύρισμα]]
* [[θησαύρισμα]]
*[[τίθημι]]
*[[θετός]]
*[[θέμα]]
*[[θέση]]
*[[θέτω]]


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
Γραμμή 85: Γραμμή 90:
* {{th}} : {{τ|th|สมบัติ|tr=sŏmbàt}}
* {{th}} : {{τ|th|สมบัติ|tr=sŏmbàt}}
* {{cs}} : {{τ|cs|poklad|noentry=1}}
* {{cs}} : {{τ|cs|poklad|noentry=1}}
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
* {{tr}} : {{τ|tr|hazine}}
* {{fo}} : {{τ|fo|dýrgripur|noentry=1}}
* {{fo}} : {{τ|fo|dýrgripur|noentry=1}}
* {{fi}} : {{τ|fi|aarre}}
* {{fi}} : {{τ|fi|aarre}}

Αναθεώρηση της 14:05, 18 Οκτωβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός'

Ετυμολογία

θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός < τίθημι + -αυρος (κατά το κένταυρος)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
ο θησαυρός του Aτρέως

Ουσιαστικό

θησαυρός αρσενικό

  1. σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
    ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
  2. (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
    έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
  3. κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
  4. πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
    εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
  5. πρόσωπο πολύ αγαπητό
    θησαυρέ μου!
  6. ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
    αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
  7. Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
    ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
  8. Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
    ο θησαυρός του Aτρέως
  9. Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
    ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας

Εκφράσεις

οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό

  1. κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
    ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
  2. οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
    ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
  3. χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
    ο θησαυρός του Aτρέως

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «θησαυροσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'θησαυρόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'θησαυρός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «θησαυροσ».