αιχμάλωτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ABC (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[αἰχμάλωτος]] < [[αἰχμή]] + [[ἁλίσκομαι]] + [[-τος]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[αἰχμάλωτος]] < [[αἰχμή]] + [[ἁλίσκομαι]] + [[-τος]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|ɛx.ˈma.lɔ.tɔs|γλ=el}} |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
Αναθεώρηση της 20:58, 30 Οκτωβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιχμάλωτος < αρχαία ελληνική αἰχμάλωτος < αἰχμή + ἁλίσκομαι + -τος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
αιχμάλωτος
- (και ως ουσιαστικό) που συλλαμβάνεται και κρατείται από τον εχθρό σε καιρό πολέμου
- που έχει απαχθεί και κρατείται με τη βία
- αιχμάλωτος των ληστών
- (μεταφορικά) δούλος
- αιχμάλωτος των παθών του
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αιχμαλωτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αιχμάλωτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'αιχμάλωτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αιχμαλωτοσ».