ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj |
||
Γραμμή 123: | Γραμμή 123: | ||
[[en:ακούω]] |
[[en:ακούω]] |
||
[[fj:ακούω]] |
|||
[[hu:ακούω]] |
[[hu:ακούω]] |
||
[[lt:ακούω]] |
[[lt:ακούω]] |
Αναθεώρηση της 18:38, 2 Νοεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω
Ρήμα
ακούω και ακούγω
- (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
- Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αυτί
- Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
- (μεταβατικό) πληροφορούμαι
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
- -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
- δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
- Ακούστε με, σας παρακαλώ!
- (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
- Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
- Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
ακούω
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ακουω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ακούω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ακουω».