abat: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.5.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: nl:abat
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
* [[abattre]]
* [[abattre]]
* [[abats]]
* [[abats]]
* [[d'abat]]


[[br:abat]]
[[br:abat]]

Αναθεώρηση της 20:20, 8 Νοεμβρίου 2011

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
abat abats

abat (fr) αρσενικό

  1. η κατάρριψη
  2. η πτώση

Συγγενικά