φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
* [[χαζοφέρνω]] |
* [[χαζοφέρνω]] |
||
*[[πηγαινοφέρνω]] |
|||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
Αναθεώρηση της 15:47, 12 Νοεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
φέρνω, αόριστος έφερα
- μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
- σας έφερα την εφημερίδα σας
- τι νέα μας έφερες;
- γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
- οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
- τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
- έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
- μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
- φέρνει λιγάκι στον πατέρα του
Εκφράσεις
- σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
- σούρ' τα, φέρ' τα (οι περιττές μετακινήσεις)
Σύνθετα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φερνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φέρνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φερνω».