κάργια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ro |
||
Γραμμή 95: | Γραμμή 95: | ||
[[lt:κάργια]] |
[[lt:κάργια]] |
||
[[pl:κάργια]] |
[[pl:κάργια]] |
||
[[ro:κάργια]] |
|||
[[ru:κάργια]] |
[[ru:κάργια]] |
Αναθεώρηση της 14:20, 5 Δεκεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάργια < Πρότυπο:ετυμ tr karga
Ουσιαστικό
κάργια και κάργα
- πουλί με μαύρο φτέρωμα (Corvus monedula)
- (μεταφορικά) αντιπαθητική γυναίκα που έχει κακία μέσα της
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «καργια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κάργια'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «καργια».