φτιάχνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +hu:φτιάχνω |
ετυμ,ορ,εκφρ,ταυτ,παραγ |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < [[εὐθύς]] |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# [[κάνω]], δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#:''τι να '''φτιάξω''' σήμερα για φαΐ;'' |
|||
#:''όταν είμαστε μικροί '''φτιάχναμε''' ξύλινα σπαθιά'' |
|||
# {{κτεπε}} [[επιδιορθώνω]] ή μεταποιώ κάτι |
|||
#:''ακόμα δεν '''έφτιαξες''' την πόρτα να μην χτυπάει;'' |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
* ''τα φτιάχνω'' (με κάποιον): |
|||
** [[συμφιλιώνομαι]] (με κάποιον) |
|||
** δημιουργώ δεσμό, ερωτική σχέση (με κάποιον) |
|||
* [[τι φτιάχνεις]]: {{οικ}} τι κάνεις; πώς είσαι; |
|||
* ''φτιάχνω κάποιον'': |
|||
** φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά) |
|||
** (''ειρωνικά'') φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού |
|||
** προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον |
|||
===={{ταυτόσημα}}==== |
|||
* [[φκειάχνω]] |
|||
* [[φκιάνω]] |
|||
* [[φκιάχνω]] |
|||
* [[φτειάνω]] |
|||
* [[φτειάχνω]] |
|||
* [[φτιάνω]] |
|||
===={{παράγωγα}}==== |
|||
* [[άφτιαχτος]] |
|||
* [[φτιαγμένος]] |
|||
* [[φτιάξιμο]] |
|||
* [[φτιασίδι]] |
|||
* [[φτιαχτός]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:54, 18 Δεκεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς
Ρήμα
φτιάχνω
- κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
- τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
- όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
- (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
- ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;
Εκφράσεις
- τα φτιάχνω (με κάποιον):
- συμφιλιώνομαι (με κάποιον)
- δημιουργώ δεσμό, ερωτική σχέση (με κάποιον)
- τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
- φτιάχνω κάποιον:
- φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
- (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
- προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον
Ταυτόσημο
Παράγωγα
Μεταφράσεις
φτιάχνω
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φτιαχνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φτιάχνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φτιαχνω».