αγώνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# η επίπονη προσπάθεια για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού
# η επίπονη προσπάθεια για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού
#:: ''χρειάζεται μεγάλλος '''αγώνας''' για την κατάκτηση της πρώτης θέσης''
#:: ''χρειάζεται μεγάλος '''αγώνας''' για την κατάκτηση της πρώτης θέσης''
# η οργανωμένη και συστηματική [[κινητοποίηση]] για την επίτευξη ενός σκοπού
# η οργανωμένη και συστηματική [[κινητοποίηση]] για την επίτευξη ενός σκοπού
#:: ''ο '''αγώνας''' του Πολυτεχνείου / των εργατών''
#:: ''ο '''αγώνας''' του Πολυτεχνείου / των εργατών''

Αναθεώρηση της 23:44, 27 Δεκεμβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγώνας οι αγώνες
      γενική του αγώνα των αγώνων
    αιτιατική τον αγώνα τους αγώνες
     κλητική αγώνα αγώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγώνας < αρχαία ελληνική ἀγών

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αγώνας αρσενικό

  1. η επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
    χρειάζεται μεγάλος αγώνας για την κατάκτηση της πρώτης θέσης
  2. η οργανωμένη και συστηματική κινητοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού
    ο αγώνας του Πολυτεχνείου / των εργατών
  3. η σύγκρουση δύο αντίπαλων στρατιωτικών παρατάξεων
     συνώνυμα: μάχη
    • (συνεκδοχικά, συνήθως με κεφαλαίο) το σύνολο των μαχών, ο πόλεμος
    ο Μακεδονικός Αγώνας
  4. (αθλητισμός) η οργανωμένη αναμέτρηση αθλητών ή ομάδων σε ένα συγκεκριμένο άθλημα
    • (πληθυντικός) οι αθλητικές αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων, συλλόγων ή και κρατών, οι οποίες έχουν οργανωθεί μετά απο επίσημη ανάθεση σε κάποια πόλη ή κράτος
    οι Ολυμπιακοί Αγώνες

Εκφράσεις

  • αγωνίστηκα τον αγώνα τον καλό : αγωνίστηκα χωρίς να παραιτηθώ από τις ιδέες και τις αρχές μου
  • αγώνας δρόμου: (κυριολεκτικά) άθλημα όπου οι αθλητές διαγωνίζονται στο τρέξιμο // (μεταφορικά) για ό,τι γίνεται με ταχείς ρυθμούς προκειμένου να προλάβει κάποιος κάτι
  • δικαστικός αγώνας : η δίκη
  • δίνω αγώνα για κάτι : κοπιάζω, μοχθώ

Συγγενικά


Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αγωνασ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αγώνασ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'αγώνας'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αγωνασ».