εἰσάγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{δείτε|εισάγω}} =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < εἰς + ἄγω ==={{ρήμα|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' # [[οδ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 19:32, 6 Ιανουαρίου 2012

Δείτε επίσης: εισάγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰσάγω < εἰς + ἄγω

Ρήμα

εἰσάγω

  1. οδηγώ κάποιον στο εσωτερικό (πχ ενός σπιτιού)
  2. συστήνω κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
  3. εισάγω (εμπορεύματα)
  4. εισάγω (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
  5. Πρότυπο:νομ φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, διώκω

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «εισαγω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'εἰσάγω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «εισαγω».