φόρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 65: Γραμμή 65:
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|налог}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 10:01, 6 Μαρτίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

φόρος < αρχαία ελληνική φόρος < φέρω

Ουσιαστικό

φόρος αρσενικό

  1. άμεσος φόρος: χρηματικό ποσό που καταβάλλει στο κράτος ο πολίτης που ζει σε αυτό ως ποσοστό του εισοδήματός του
    Φέτος ο φόρος που θα δώσω με τη γυναίκα μου θα φτάσει τα 5.000 ευρώ
  2. έμμεσος φόρος: καταναλωτικοί φόροι, χρηματικά ποσά που ενσωματώνονται στην τιμή των εμπορευμάτων ή των παρεχομένων υπηρεσιών και που επίσης αποτελούν κρατικό έσοδο
    βλέπετε ΦΠΑ για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας
  3. οποιαδήποτε εισφορά σε χρήμα ή σε είδος καταβάλλει ένας υπήκοος ή ένα εξαρτώμενο κράτος στον επικυρίαρχό του
    Κράτη φόρου υποτελή

Συγγενικά

Σύνθετα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

  1. φόρος < ρίζα φόρ-, ετεροιωμένη βαθμίδα του φέρ- (φέρω)
  2. φόρος < Πρότυπο:ετυμ la forum (αγορά)

Ουσιαστικό

φόρος αρσενικό

  1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που καταβάλλει ένας υπήκοος ή ένα εξαρτώμενο κράτος στον επικυρίαρχό του
  2. οποιαδήποτε πληρωμή χρηματικού ποσού

Ουσιαστικό

φόρος αρσενικό

  1. (μεταγενέστερο) η ρωμαϊκή αγορά

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φοροσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φόροσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'φόρος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φοροσ».