κορυφή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συμπλ γεωμ ορ, pl,grc |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:κορυφή |
||
Γραμμή 141: | Γραμμή 141: | ||
[[en:κορυφή]] |
[[en:κορυφή]] |
||
[[ko:κορυφή]] |
[[ko:κορυφή]] |
||
[[pl:κορυφή]] |
Αναθεώρηση της 08:08, 11 Μαΐου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορυφή | οι | κορυφές |
γενική | της | κορυφής | των | κορυφών |
αιτιατική | την | κορυφή | τις | κορυφές |
κλητική | κορυφή | κορυφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κορυφή < αρχαία ελληνική κορυφή < κόρυς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κορυφή θηλυκό
- Πρότυπο:γεωγρ το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
- η κορυφή του Ταϋγέτου, η κορυφή του δέντρου
- (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο της εξέλιξης ενός ανθρώπου από επαγγελματική, επιστημονική ή άλλη άποψη
- (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
- η κορυφή της τροφικής αλυσίδας
- (συνεκδοχικά) ο κορυφαίος στον τομέα του
- αυτός ο επιστήμονας είναι κορυφή
- Πρότυπο:γεωμ το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου
Εκφράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κορυφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κορυφή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κορυφή θηλυκό
- το πιο ψηλό σημείο στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου
- (γενικότερα) το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει ύψος
- (μεταφορικά) η κορωνίδα
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κορυφη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κορυφή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κορυφη».
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)