υπερχειλισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:11, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερχειλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερχειλίζω

Μετοχή

υπερχειλισμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υπερχειλίζω

Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερχειλισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερχειλισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερχειλισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερχειλισμενοσ».