υπερχρονισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:11, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερχρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερχρονίζω

Μετοχή

υπερχρονισμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υπερχρονίζω

Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερχρονισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερχρονισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερχρονισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερχρονισμενοσ».