υπερωριμασμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:12, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερωριμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερωριμάζω

Μετοχή

υπερωριμασμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υπερωριμάζω

Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερωριμασμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερωριμασμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερωριμασμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερωριμασμενοσ».