θίξουν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
Automated import of articles
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 12:33, 5 Ιουλίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θίξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θίγω
  2. θα θίξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θίγω