sentence: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
# [[πρόταση]] (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις) |
# [[πρόταση]] (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις) |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
# η [[καταδίκη]] |
# η [[καταδίκη]] |
||
#::{{συνων}} [[conviction]] |
#::{{συνων}} [[conviction]] |
||
# η [[ποινή]] στην οποία κάποιος καταδικάζεται |
# η [[ποινή]] στην οποία κάποιος καταδικάζεται |
||
#: '''''sentence''' of death - θανατική '''ποινή'''' |
#: '''''sentence''' of death - θανατική '''ποινή'''' |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
==={{ρήμα|en}}=== |
==={{ρήμα|en}}=== |
Αναθεώρηση της 06:14, 3 Αυγούστου 2012
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
sentence (en)
- πρόταση (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις)
- η καταδίκη
- η ποινή στην οποία κάποιος καταδικάζεται
- sentence of death - θανατική ποινή'
- (παρωχημένο) η απόφαση ενός δικαστηρίου
Ρήμα
sentence (en)
- καταδικάζω, επιβάλλω ποινή
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
sentence | sentences |
sentence (fr) θηλυκό
- η δικαστική απόφαση
- η κρίση, η γνώμη
- (παρωχημένο) σκέψη (που σχετίζεται συνήθως με την ηθική) που εκφράζεται κατά δογματικό και λόγιο τρόπο
- ≈ συνώνυμα: adage, aphorisme, apophtegme, maxime