σκάμμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
→{{ουσιαστικό|el}}: ορισμός 1++ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# μέρος που έχει [[σκάβω|σκαφτεί]] |
# μέρος που έχει [[σκάβω|σκαφτεί]], αποτέλεσμα το [[σκάβω]] |
||
# [[λάκκος]] |
# [[λάκκος]] |
||
# {{αθλητ}} σκαμμένο τμήμα εδάφους, γεμισμένο με άμμο, που χρησιμεύει κυρίως στα άλματα εις μήκος |
# {{αθλητ}} σκαμμένο τμήμα εδάφους, γεμισμένο με άμμο, που χρησιμεύει κυρίως στα άλματα εις μήκος |
Αναθεώρηση της 13:43, 11 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκάμμα < αρχαία ελληνική σκάμμα
Ουσιαστικό
σκάμμα ουδέτερο
- μέρος που έχει σκαφτεί, αποτέλεσμα το σκάβω
- λάκκος
- Πρότυπο:αθλητ σκαμμένο τμήμα εδάφους, γεμισμένο με άμμο, που χρησιμεύει κυρίως στα άλματα εις μήκος
Μεταφράσεις
σκάμμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
σκάμμα < σκάπτω
Ουσιαστικό
σκάμμα ουδέτερο
- σκαμμένο μέρος
- λάκκος
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «σκαμμα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'σκάμμα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «σκαμμα».