πέφτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
# {{μτφρ}} [[φλερτάρω]]
# {{μτφρ}} [[φλερτάρω]]
#:''της την έπεσε και την έριξε''
#:''της την έπεσε και την έριξε''
# σταματάω να λειτουργώ (λόγω βλάβης ή άλλου προβλήματος), διακόπτομαι
#: '''''έπεσε''' το ρεύμα σε όλο το χωριό''
#: '''''έπεσε''' η σύνδεσή μου (στο Διαδίκτυο) για τρίτη φορά απόψε''


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 18:57, 12 Αυγούστου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέφτω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική πίπτω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

πέφτω

  1. μεταβάλλεται το υψόμετρο στο οποίο βρίσκομαι λόγω της βαρύτητας
    αν το αφήσεις θα πέσει στο πάτωμα
    φόρα καμιά ζώνη γιατί έχεις αδυνατίσει και σου πέφτει το παντελόνι
  2. (μεταφορικά) μειώνεται η τιμή μου
    έπεσε η τιμή της βενζίνης για μια μέρα και μετά ανέβηκε πάλι
    όλο το βράδυ φύσαγε και η θερμοκρασία (ή το θερμόμετρο) έπεσε κάτω από το μηδέν
  3. (μεταφορικά) σκοτώνομαι
  4. (μεταφορικά) ξεκολλάω, βγαίνω από τη θέση μου
    είχανε αρχίσει να της πέφτουν τα μαλλιά εξαιτίας της χημειοθεραπείας
  5. (μεταφορικά) (για τοποθεσίες και χρονικές περιόδους) είμαι, βρίσκομαι (χρονικά ή τοπικά αντίστοιχα)
    προς τα που πέφτει η Αλόννησος;
    φέτος το Πάσχα έπεσε νωρίς
  6. (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω
  7. (μεταφορικά) φλερτάρω
    της την έπεσε και την έριξε
  8. σταματάω να λειτουργώ (λόγω βλάβης ή άλλου προβλήματος), διακόπτομαι
    έπεσε το ρεύμα σε όλο το χωριό
    έπεσε η σύνδεσή μου (στο Διαδίκτυο) για τρίτη φορά απόψε

Εκφράσεις

  • δεν μου(/σου/του) πέφτει λόγος: δεν με(/σε/τον/την) αφορά
  • δεν αφήνω κουβέντα (ή τίποτα) να πέσει κάτω (ή στο πάτωμα, στο χώμα): 1. τα παίρνω όλα όσα ακούω στα σοβαρά
  • πέφτει χιόνι/βροχή/χαλάζι/ξύλο/μπουνίδι
  • πέφτει ξύλο/μπουνίδι
  • πέφτει γραμμή/σύρμα
  • πέφτω από τα σύννεφα: ξαφνιάζομαι
  • πέφτω έξω: 1. αποτυγχάνω σε προβλέψεις 2. αποτυγχάνω οικονομικά, πτωχεύω
  • πέφτω μέσα: επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις μου
  • πέφτω σε αντιφάσεις: αντιφάσκω
  • πέφτω σε λάθη: κάνω λάθη
  • πέφτω στα χέρια κάποιου: υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
  • μου έπεσαν τα μαλλιά: λέγεται όταν ακούμε κάτι που είναι απίστευτο

Κλίση

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πεφτω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πέφτω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πεφτω».