μπάνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μτφ-κατάταξη |
|||
Γραμμή 75: | Γραμμή 75: | ||
{{μτφ-αρχή|κολύμβηση για αναψυχή}} |
{{μτφ-αρχή|κολύμβηση για αναψυχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|swim}} |
|||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 19:34, 12 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπάνιο < Πρότυπο:ετυμ it bagno < λατ. banyum < banium < *baneum < *banneum < balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι)
Ουσιαστικό
μπάνιο ουδέτερο
- το πλύσιμο του σώματος
- είχα τρεις μήνες να κάνω μπάνιο και είχα βρωμίσει
- η κολύμβηση για αναψυχή
- κάθε καλοκαίρι πηγαίνω στο νησί μου για μπάνια
- το δωμάτιο του λουτρού
- μπες στο μπάνιο και έρχομαι να σε λούσω
- (κατ' επέκταση) το πλύσιμο κάποιου υλικού (εκτός από το ρουχισμό)
- πέρασα τη φτερωτή τρία μπάνια σε πετρέλαιο και ακόμα έχει σκουριές επάνω της'
- (κατ' επέκταση) το δοχείο μαζί με το ανάλογο περιεχόμενο υγρό για "βάψιμο" υλικών με ηλεκτρόλυση ή για πλύσιμο
- (κατ' επέκταση) η διαδικασία "βαψίματος" των υλικών με ηλεκτρόλυση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δωμάτιο λουτρού
Αναφορές
- Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Μ. Τριανταφυλλίδης κ.ά., 1941, Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, § 216.
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μπανιο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μπάνιο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μπανιο».