πυρκαγιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{ουσιαστικό|el}}: +ορισμοί+παραδείγματα+2η μετάφραση στα αγγλικά |
μ →{{ουσιαστικό|el}}: παράδειγμα: +. |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
# [[φωτιά]] [[μεγάλος|μεγάλης]] [[έκταση|έκτασης]] |
# [[φωτιά]] [[μεγάλος|μεγάλης]] [[έκταση|έκτασης]] |
||
#: ''Η '''πυρκαγιά''' στο βουνό Πάρνηθα ακόμα να κοπάσει, κάηκε όλη η πλευρά του βουνού.'' |
#: ''Η '''πυρκαγιά''' στο βουνό Πάρνηθα ακόμα να κοπάσει, κάηκε όλη η πλευρά του βουνού.'' |
||
#: ''Η '''πυρκαγιά''' είναι μια γωτιά εφάμιλη μιας φυσικής καταστροφής'' |
#: ''Η '''πυρκαγιά''' είναι μια γωτιά εφάμιλη μιας φυσικής καταστροφής.'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:59, 13 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρκαγιά | οι | πυρκαγιές |
γενική | της | πυρκαγιάς | των | πυρκαγιών |
αιτιατική | την | πυρκαγιά | τις | πυρκαγιές |
κλητική | πυρκαγιά | πυρκαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πυρκαγιά < αρχαία ελληνική πυρκαϊά < πυρ
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πυρκαγιά θηλυκό
- φωτιά μεγάλης έκτασης
- Η πυρκαγιά στο βουνό Πάρνηθα ακόμα να κοπάσει, κάηκε όλη η πλευρά του βουνού.
- Η πυρκαγιά είναι μια γωτιά εφάμιλη μιας φυσικής καταστροφής.
Μεταφράσεις
πυρκαγιά
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πυρκαγια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πυρκαγιά'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πυρκαγια».
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)