σβαρνίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{ρήμα|el}}: +ορισμοί+παραδείγματα |
→{{ετυμολογία}}: +ετυμολογία+προφορά+κλίση |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίσ-'δροσίζω'|σβαρνίζ|σβάρνιζ|σβαρνίσ|σβάρνισ|σβαρνισμ}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[σβάρνα]]+[[-ίζω]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|zvaɾ.'ni.zɔ|γλ=el}} |
|||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
Αναθεώρηση της 18:21, 13 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβαρνίζω | σβάρνιζα | θα σβαρνίζω | να σβαρνίζω | σβαρνίζοντας | |
β' ενικ. | σβαρνίζεις | σβάρνιζες | θα σβαρνίζεις | να σβαρνίζεις | σβάρνιζε | |
γ' ενικ. | σβαρνίζει | σβάρνιζε | θα σβαρνίζει | να σβαρνίζει | ||
α' πληθ. | σβαρνίζουμε | σβαρνίζαμε | θα σβαρνίζουμε | να σβαρνίζουμε | ||
β' πληθ. | σβαρνίζετε | σβαρνίζατε | θα σβαρνίζετε | να σβαρνίζετε | σβαρνίζετε | |
γ' πληθ. | σβαρνίζουν(ε) | σβάρνιζαν σβαρνίζαν(ε) |
θα σβαρνίζουν(ε) | να σβαρνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβάρνισα | θα σβαρνίσω | να σβαρνίσω | σβαρνίσει | ||
β' ενικ. | σβάρνισες | θα σβαρνίσεις | να σβαρνίσεις | σβάρνισε | ||
γ' ενικ. | σβάρνισε | θα σβαρνίσει | να σβαρνίσει | |||
α' πληθ. | σβαρνίσαμε | θα σβαρνίσουμε | να σβαρνίσουμε | |||
β' πληθ. | σβαρνίσατε | θα σβαρνίσετε | να σβαρνίσετε | σβαρνίστε | ||
γ' πληθ. | σβάρνισαν σβαρνίσαν(ε) |
θα σβαρνίσουν(ε) | να σβαρνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβαρνίσει | είχα σβαρνίσει | θα έχω σβαρνίσει | να έχω σβαρνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβαρνίσει | είχες σβαρνίσει | θα έχεις σβαρνίσει | να έχεις σβαρνίσει | έχε σβαρνισμένο | |
γ' ενικ. | έχει σβαρνίσει | είχε σβαρνίσει | θα έχει σβαρνίσει | να έχει σβαρνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβαρνίσει | είχαμε σβαρνίσει | θα έχουμε σβαρνίσει | να έχουμε σβαρνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβαρνίσει | είχατε σβαρνίσει | θα έχετε σβαρνίσει | να έχετε σβαρνίσει | έχετε σβαρνισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σβαρνίσει | είχαν σβαρνίσει | θα έχουν σβαρνίσει | να έχουν σβαρνίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σβαρνισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σβαρνισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σβαρνισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σβαρνισμένο |
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
σβαρνίζω
- δουλεύω το χώμα με σβάρνα
- Πάω να σβαρνίσω το χωράφι για να φυτέψω τις ντομάτες.
- (μεταφορικά) παίρνω σβάρνα
- Χάλασαν τα φρένα του αυτοκινήτου και σβάρνισε έναν κάδο ανακύκλωσης.
Μεταφράσεις
σβαρνίζω
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «σβαρνιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'σβαρνίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «σβαρνιζω».