τορπιλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[δυναμιτίζω]]
* [[δυναμιτίζω]]
* [[σαμποτάρω]]
* [[υπονομεύω]]
* [[υποσκάπτω]]
* [[παρακωλύω]]
* [[παρακωλύω]]
* [[παρεμποδίζω]]
* [[παρεμποδίζω]]

Αναθεώρηση της 12:36, 2 Σεπτεμβρίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ετυμολογία

τορπιλίζω < από το ουσιαστικό τορπίλη + -ίζω

Ρήμα

τορπιλίζω

  1. (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
  1. {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: Ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τορπιλιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τορπιλίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τορπιλιζω».