τορπιλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ρήμα|el}}: . |
μ →{{συνώνυμα}}: . |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
===={{συνώνυμα}}==== |
===={{συνώνυμα}}==== |
||
* [[δυναμιτίζω]] |
* [[δυναμιτίζω]] |
||
* [[σαμποτάρω]] |
|||
* [[υπονομεύω]] |
|||
* [[υποσκάπτω]] |
|||
* [[παρακωλύω]] |
* [[παρακωλύω]] |
||
* [[παρεμποδίζω]] |
* [[παρεμποδίζω]] |
Αναθεώρηση της 12:36, 2 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία
Ρήμα
τορπιλίζω
- (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
- {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: Ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τορπιλίζω
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τορπιλιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τορπιλίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τορπιλιζω».